Κείμενο- φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος
Ένα ακόμα πρωινό ξύπνημα στους 0 βαθμούς Κελσίου, και μπορώ να πω ότι εάν είσαι καλά εξοπλισμένος τελικά δεν είναι τόσο φοβερό όσο ακούγεται. Ο ύπνος μέσα στο εκκλησάκι τουλάχιστον με γλύτωσε από την υγρασία που δημιουργείται μέσα στη σκηνή ενώ παράλληλα με γλύτωσε και από το στήσε -ξεστήσε. Προσπαθώ να καθυστερήσω όσο περισσότερο γίνεται πριν βγω πάλι στο δρόμο ώστε να δώσω χρόνο στον ήλιο να βγει πίσω από τα βουνά και να αρχίσει να εξαφανίζει την πάχνη που έχει καλύψει τα πάντα. Αυτό που φυσικά με ενδιαφέρει είναι ο παγετός στο δρόμο, όχι ότι το καλύτερο για τα οχήματα, και ειδικά για τις μοτοσυκλέτες.
Είναι λοιπόν ήδη 10 το πρωί όταν ξεκινώ για τα τελευταία χιλιόμετρα επί ελληνικού εδάφους που θα με οδηγήσουν στο συνοριακό φυλάκιο της Μέρτζανης. Τα πάντα είναι καλυμμένα με ένα λευκό πέπλο, που ναι μεν προσφέρει εντυπωσιακές εικόνες για κάποιον που δεν είναι συνηθισμένος σε περιοχές με τόσο κρύο, αλλά εγώ οδηγώ όσο πιο απαλά γίνεται γιατί ακόμα και η ιδέα μια πτώσης από γλίστρημα κάνουν τα γέρικα κόκκαλά μου να πονάνε. Στο μικρό τελωνείο η κίνηση είναι ελάχιστη άρα και ύστερα από 10 περίπου λεπτά βρίσκομαι στον SH80 για Πρεμετή, σε αντίθετη κατεύθυνση για Κορυτσά, καθώς προτιμώ να φτάσω στο Λεσκοβίκι από έναν μικρό δρόμο που ανακάλυψα πριν μερικά χρόνια αλλά και γιατί θέλω να επισκεφτώ το φαράγγι Lancarica.
O δρόμος πηγαίνει παράλληλα με τον Αώο ποταμό, ακολουθώντας την μορφολογία των χαμηλών λόφων απέναντι από μια ψηλή βραχώδη οροσειρά που το χιόνι την κάνει να δείχνει ακόμα πιο εντυπωσιακή. Καθώς η φωτογραφία είναι ένα δισδιάστατο μέσο είναι δύσκολα να αποτυπωθεί η επιβλητικότητα που έχει. Δρόμος δεν υπάρχει που τη διασχίζει, αλλά υπάρχουν μερικά χωριά χαμηλά στις παρυφές της, στην απέναντι πλευρά του Αώου ποταμού, κάποια και με ελληνική ονομασία όμως το Βλαχοψηλότερα, με τα οποία η επικοινωνία γίνεται μέσω παλιών μεταλλικών γεφυρών.
Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω υπάρχει στα δεξιά η διασταύρωση για το φαράγγι, και σε μόλις σε 13 περίπου χιλιόμετρα φτάνω στην είσοδο του όπου υπάρχει ένα μεγάλο πέτρινο τοξωτό γεφύρι. Από εδώ και εμπρός με τα πόδια θα χωθώ στο εσωτερικό του όπου σιγά σιγά στενεύει με τις κάθετες πλευρές του να απέχουν μερικά μέτρα. Δίπλα στο πέτρινο γεφύρι υπάρχουν θερμές πηγές και οι ντόπιοι έχουν φτιάξει με πέτρες αυτοσχέδιες πισίνες οπότε δεν θα μπορούσα να αντισταθώ για μία βουτιά στο ζεστό νερό. Για όποιον βρεθεί σε αυτά τα μέρη και υπάρχει ένας χωματόδρομος πριν το φαράγγι που σε ανεβάζει σχετικά ψηλά σε ένα μικρό οικισμό με δέκα πέτρινα σπίτια και την εντυπωσιακή εκκλησία αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Συνεχίζω λίγο ακόμα σε σχέση με τον τελικό προορισμό μου, την Κορυτσά, για να βρεθώ στην μικρή κωμόπολη Πρεμετή για να έχω περισσότερες επιλογές για φαγητό καθώς λόγω της δεύτερης ημέρας του χρόνου όλα είναι κλειστά, αλλά τελικά καταφέρνω να βρω ένα μικρό μαγειρείο που ήταν ανοικτό. Ξύλινα τραπέζια και καρέκλες, φλοκάτες όχι μόνο κάτω αλλά και στους τοίχους με την μοντέρνα εσπρεσιέρα να δείχνει τόσο παράταιρη με το όλο σκηνικό. Ο ευγενικός ιδιοκτήτης αν και μου έφερε έναν κατάλογο στα αγγλικά, τελικά με οδήγησε στο μικρό κουζινάκι που υπήρχαν τέσσερις κατσαρόλες, κάθε μια με διαφορετική σούπα. Παράγγειλα ένα τας κεμπάπ, ένα πιάτο ρύζι και μια σαλάτα. Κόστος δέκα ευρώ.
Έχοντας πάρει τα πάνω μου από τη ζεστασιά του μαγειρείου αλλά και του τας κεμπάπ που το πλάκωσα στο μπούκοβο, βρέθηκα πάλι στο δρόμο με κατεύθυνση το Carcove, όπου άφησα τον κεντρικό δρόμο για έναν μικρότερο (SH75) που σκαρφαλώνει στα βουνά από τη δυτική πλευρά του Λεσκοβίτσι. Ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος κάποτε αλλά τόσα χρόνια χωρίς συντήρηση έχει πλέον αποκτήσει παντού λακκούβες και κάνει την οδήγηση κουραστική για κάθε μοτοσυκλέτα που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του Aprilia Tuareg. H αίσθηση της απομόνωσης όταν οδηγάς σε τέτοιους δρόμους στην Αλβανία είναι αυτή που έχει κάνει πολλούς Ευρωπαίους τα τελευταία χρόνια να ανακαλύπτουν πολλές όμορφες της Αλβανίας. Και εδώ θέλω να ξεφύγω λίγο από τη ροή του κειμένου αλλά θα αναφερθώ σε κάτι που αφορά το ταξίδι στην γειτονικής μας χώρας καθώς αναφορές του στυλ «Πόσο επικίνδυνο είναι το ταξίδι στην Αλβανία» είναι εντελώς προβοκατόρικες καθώς προσωπικά όχι μόνο ουδέποτε αντιμετώπισα πρόβλημα, αλλά και οι περισσότεροι όταν αντιλαμβάνονταν ότι είμαι Έλληνας με έδειχναν ακόμα πιο εγκάρδιοι.
Παρά την κατάσταση του δρόμου και το χαμηλό ρυθμό αφού θέλω να απολαύσω όσο το δυνατόν τη «μοναξιά», δεν θα αργήσω να βρεθώ στο Λεσκοβίκι όπου θα πάω στα ένα από τα λίγα εναπομείναντα πολυβολεία, που κάποτε μετρούσαν χιλιάδες, για να βγάλω μια κλασική φωτογραφία της μοτοσυκλέτας εμπρός από αυτό το μνημείο της ανθρώπινης παράνοιας. Από την ορεινή κωμόπολη ξεκινά ένας φρέσκο ασφαλτοστρωμένος δρόμος – πριν δύο χρόνια πέσαμε πάνω στα έργα με αυτοκίνητο και σιχτιρίσαμε – που ανεβοκατεβαίνει πανέμορφες πλαγιές σκεπασμένες από πεύκα και έλατα, που σταματούν όμως τις ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου και σε πολλά σημεία υπάρχει αρκετός παγετός όπου πρέπει να περνώ με μεγάλη προσοχή και ετοιμότητα. Ευτυχώς που έχω κάνει ήδη τρεις φορές τη συγκεκριμένη διαδρομή οπότε δεν με ενοχλεί τόσο που η προσοχή μου είναι στραμμένη στο δρόμο και όχι στο τοπίο.
Ο δρόμος μετά από καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα κατηφορίζει σε πιο ανοικτά τοπία, όπου ο παγετός απουσιάζει -ευτυχώς το θερμόμετρο έχει αγγίξει τους έντεκα βαθμούς- για να βρεθώ αμέσως μετά στα μεγάλα πλατώματα, για να φτάσω τελικά νωρίς το απόγευμα στην Κορυτσά. Θα αφήσω τα πράγματα στο ξενοδοχείο και θα βγω για μια γρήγορη βόλτα στην παλιά πόλη όπου ευτυχώς έχει κρατήσει στο έπακρο το παραδοσιακό της χρώμα με τους μικρούς με πέτρα στρωμένους δρόμους να δημιουργούν ένα λαβύρινθο ανάμεσα σε παλιά σπίτια, κάποια ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Το σκοτάδι δεν θα αργήσει να έρθει και μετά από δύο χορταστικούς γύρους κοτόπουλου με πίτα θα βρεθώ πίσω στο ξενοδοχείο. Ένα ζεστό μπάνιο και κατευθείαν στο κρεβάτι. Εδώ δεν χρειάζεται να σας πω ότι δεν χρειάστηκα ούτε ένα λεπτό για να με πάρει ο ύπνος καθώς σίγουρα θα το έχετε φανταστεί. Πως θα μπορούσε άλλωστε μετά από δύο μέρες οδήγησης στο κρύο και ύπνο σε σκηνή στους μηδέν βαθμούς;