Κείμενο- φωτογραφίες: Βασίλης Κωστάκος
Δεν θα κρύψω ότι μπορεί και να μην γύρισα πλευρό στο κρεβάτι του ξενοδοχείου από την κούραση και το κρύο που έφαγα τις δύο προηγούμενες ημέρες αλλά η αυτή «ταλαιπωρία» με κάνει να απολαμβάνω τη ζεστασιά ενός δωματίου και την άνεση ενός -με σκληρό στρώμα πάντοτε- κρεβατιού. Την πρώτη φορά που βρέθηκα στην Κορυτσά, πριν χρόνια, ανακάλυψα ένα μαγαζάκι, όχι μεγαλύτερο από 4 τετραγωνικά, όπου η νεαρά κυρία φτιάχνει χειροποίητες πίτες και κάθε φορά που έρχομαι σε αυτή την πόλη είναι το σημείο όπου παίρνω το πρωινό μου. Έτσι μπορείς να απολαύσεις μια πραγματική χειροποίητη (κάτι πολύ δύσκολο πλέον στην Αθήνα) πρασόπιτα με μόλις 80 λεπτά. Γενικά πάντως επειδή δεν υπάρχει οργανωμένη παραγωγή θα βρεις ακόμα πολλά πράγματα που θυμίζουν τον παλιό «καλό» καιρό στην Ελλάδα, όπως οι γαλατάδες που γεμίζουν την Κορυτσά το πρωί με τα μηχανάκια και τα ποδήλατά τους και πηγαίνουν φρέσκο γάλα στα σπίτια.
Χορτασμένος και ξεκούραστος ξεκινώ λοιπόν το ταξίδι της επιστροφής και κατευθύνομαι προς τα ελληνικά σύνορα που απέχουν μόλις 35 χιλιόμετρα από την Κορυτσά, αλλά πριν τα περάσω θα κάνω μερικές στάσεις στα μικρά χωριά που βρίσκονται λίγο πριν από αυτά, με το μιναρέ να ξεχωρίζει από μακριά δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι πρόκειται για μουσουλμάνους. Τα χωριά αυτά μοιάζουν να παραμένουν αδιάβλητα μέσα στο χρόνο καθώς υπάρχουν τα παλιά πέτρινα σπίτια με τις μεγάλες περιστοιχισμένες με ψηλούς τοίχους αυλές. Παρά το χιόνι στα γύρω βουνά το κρύο σήμερα δεν είναι τόσο πολύ σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες οπότε τα πράγματα είναι πιο υποφερτά, κάτι που πέρα από την οδήγηση βοηθά πάντα και στη φωτογράφηση.
Στο συνοριακό φυλάκιο της Κρυσταλλοπηγής υπάρχει μια μεγάλη ουρά αυτοκινήτων μα οι αστυνομικοί που κάνουν νόημα να τα προσπεράσω και έτσι μέσα σε λίγα λεπτά βρίσκομαι σε ελληνικό έδαφος. Πλέον τα σύνορα συνδέονται με την Εγνατία οδό μέσω ενός αυτοκινητόδρομο αλλά εγώ φυσικά επιλέγω την παλιά διαδρομή με τον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί μέσω Κρυσταλλοπηγής στο δρόμο Καστοριάς- Πρεσπών. Μερικά χιλιόμετρα πριν τη διασταύρωση υπάρχει το χωριό Βατοχώρι όπου δείχνει να ακολουθεί και αυτό την τύχη των χωριών Γάβρος και Κρανιώνας, καθώς υπάρχουν πολλά σπίτια εγκαταλελειμμένα αν και υπάρχουν κάποιοι λιγοστοί κάτοικοι. Τα πιο πάνω προαναφερθέντα χωριά βρίσκονται μερικά χιλιόμετρα μετά και εδώ και πολλά χρόνια έχουν εγκαταλειφθεί πλήρως με τα σπίτια, καμωμένα από καφέ χώμα, νερό και άχυρο, να είναι ένα απόκοσμο κινηματογραφικό σκηνικό, που χρόνο με το χρόνο υποκύπτει στη δύναμη των στοιχείων της φύσης.
Ο δρόμος κατηφορίζει προς το νότο ακολουθώντας το άνοιγμα των βουνών, με ένα μικρό ποτάμι να ακολουθεί και αυτό την ίδια πορεία. Εάν βρεθείτε σε αυτό το σημείο και θέλετε να φτάσετε στην Καστοριά σας προτείνω να ακολουθήσετε το παλιό δρόμο που οδηγεί στην συγκεκριμένη πόλη. Καθώς δεν υπάρχει κάποια πινακίδα που να δείχνει τη συγκεκριμένη διαδρομή, θα πρέπει έχετε το νους σας να διακρίνεται στα αριστερά σας τη σιδερένια γέφυρα. Ο δρόμος αυτός περνά μέσα από ένα όμορφο δάσος με βελανιδιές αλλά το κερασάκι στην τούρτα είναι η θέα της πόλης και της λίμνης που την περιβάλει από ψηλά, λίγο πριν αρχίσετε να κατηφορίζετε προς την Καστοριά.
Η Καστοριά ήταν μια πόλη που μπορώ να πω ότι την είχα αδικήσει – όπως την Ξάνθη- καθώς σαν περαστικός δεν δείχνει κάτι τόσο όμορφο για να σε προτρέψει να την επισκεφτείς. Μέχρι που μια μέρα βρέθηκα να περπατώ σχεδόν όλο το κομμάτι της παλιάς πόλης και να ανακαλύπτω τα εξαιρετικά αρχοντικά που έχει δίπλα στην λίμνη αλλά και πιο ψηλά. Από τότε θα κάνω πάντα μια σύντομη στάση για κάποιες φωτογραφίες, και μετά από μια ζεστή σοκολάτα στην καντίνα της DeTox βρίσκομαι πάλι στο δρόμο.
Και φυσικά ακολουθώ την παλιά διαδρομή -και όχι τον αυτοκινητόδρομο- για Γρεβενά που με ανεβοκατεβάζει στους λόφους του συγκεκριμένου νομού, που επιτρέψτε μου να πω ότι είναι σχεδόν το ίδιο ωραία να οδηγάς την άνοιξη σε αυτή την περιοχή με την Τοσκάνη (μόνο που δυστυχώς εδώ λείπουν τα γραφικά παραδοσιακά χωριά και κωμοπόλεις). Ο ήλιος πηγαίνει προς τη δύση και τα χρώματα στον ουρανό μαζί με το φθινοπωρινό τοπίο δημιουργεί όμορφες εικόνες οπότε οι στάσεις μέχρι να πέσει το σκοτάδι για φωτογραφίες είναι πολλές και συχνές.
Είναι περίπου 9 το βράδυ όταν φτάνω στις Θερμοπύλες, δηλαδή απέχω μόλις καμιά 150αριά χιλιόμετρα από το σπίτι αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ σε μία τελευταία στάση. Μία τελευταία βραδιά ύπνου έξω αλλά και μια βουτιά στα ζεστά νερά των ιαματικών πηγών. Ευτυχώς που προνοώ να στήσω τη σκηνή πριν μπω στο ζεστό νερό γιατί μετά από μισάωρο σε μία από τις αυτοσχέδιες μικρές λιμνούλες το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να φτάσω στη σκηνή και να χωθώ μέσα στον υπνόσακο.
Πολλοί ίσως θα αναρωτηθούν πόσο ανεπτυγμένο είναι το μαζοχιστικό κομμάτι για μια τέτοια ταλαιπωρία και ίσως σωστά σκεφτούν. Αλλά σε αυτούς μπορώ να απαντήσω ότι πολλές φορές τα δεδομένα αλλάζουν ανάλογα το πρίσμα που τα κοιτάς. Παράδειγμα, κανένα τζακούζι σε κάποιο ακριβό ξενοδοχείο δεν μπορεί να συγκριθεί με την αίσθηση χαλάρωσης στις ιαματικές πηγές στις Θερμοπύλες, ενώ το συγκεκριμένο ξενοδοχείο αποκλείεται να έχει παραπάνω αστέρια από όσα εγώ είχα εκείνο το βράδυ. Και του χρόνου. Καλή χρονιά.