Κείμενο: Τζο Λαδά
Ακούγεται κι ωραίο, όμως. Γεμίζει το στόμα: «χίλια χιλιόμετρα» και λες μωρέ μπράαααβο! Μετά αρχίζει και χωλαίνει… «…με R7… οι δυο μας… σε μια μέρα… μέχρι τη Θεσσαλονίκη και πίσω…». ΤΙ ΛΕΣ MΩΡΗ ΤΡΕΛΛΗ, είναι η πρώτη μου αντίδραση, όταν η Ελσα (Ms Speedie) ολοκληρώνει επιτέλους τη φοβερά δελεαστική (not) αυτή πρόταση. Ζήτησα λίγες μέρες περιθώριο, να το σκεφτώ. Βασικά, ήλπιζα να μην τη βολέψει με τη δουλειά και να κάνουμε σε δόσεις το στρώσιμο των δύο ολοκαίνουριων Yamaha R7 του τρεις φορές βαλκανιονίκη Ντίνου Μαυρόπουλου. Φευ…
Να ξεκαθαρίσουμε πως ο άμεσα ενδιαφερόμενος για το στρώσιμο των εν λόγω μοτοσυκλετών, Ντίνος, είναι 15 χρονών και δε μπορεί να βγει στο δρόμο να στρώσει. Οπότε, κάποιος θα φάει την πάστα. Και σου λέει η άλλη, αφού εμείς θα το φάμε, το ξέρεις, ας το κάνουμε και θεαματικά να έχουμε κάτι να λέμε στα εγγόνια μας. Το ακούω. Αρχίζει να κατασταλάζει μέσα μου. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τη γλυτώσω προτείνω να το κάνουμε σε δυο-τρεις δόσεις. Της λέω «…είμαι και 42, δεν είμαι σαν εσένα, τζόβενο. Να πάω στη δουλειά την επόμενη μέρα». Σε τοίχο να μίλαγα. Αφήνω ένα παραθυράκι ανοιχτό, συμφωνώντας πως θ’ ακολουθήσω αλλά μπορεί και στο Βόλο να κάνω τα μπρος-πίσω και να γυρίσω Αθήνα. Μαξιλαράκι ασφαλείας «εγώ το ‘πα και αμαρτίαν ουκ έχω». Άντε, πάμε.
Το ραντεβού ήταν στις 08:00 στην ARP Racing, στις Αφίδνες. Ε, εγώ πήγα 08:30. «Συγνώμη που άργησα, δεν ήθελα να έρθω» ήταν η φάτσα μου αλλά τώρα μη μιλάς και βγάλε μηχανάκια έξω, να ξεκινάμε. Καθ΄ ότι δεν είμαι παιδί του δρόμου, αλλά έχω κάνει και δυο ταξιδάκια εδώ κι εκεί, είχα προβλέψει να φοράω περισσότερα απ’ όσα νομίζω πως θα χρειαστώ κι ας κάνω στάση να τα βγάλω. Χοντρό κολάν κι από πάνω μοτοσυκλετιστικό Cordura παντελόνι για ταξίδι, με ενισχύσεις στα γόνατα. Μακρυμάνικο βαμβακερό, φλις χοντρό και μπουφάν Cordura με την εσωτερική επένδυση, Γάντια-κράνος-μπότες εννοείται και στην τσάντα μια λαιμουδιέρα «σε περίπτωση που». Όπου τελικά, μια χαρά «που» στο γυρισμό, τέλος πάντων. Βλέπω την άλλη, λυγερή με το τζηνάκι, ένα μπλουζάκι και το μπουφάν, «πού πας μωρή με το τσίτι;» αλλά αυτή δε χαμπαριάζει, σου λέει βράζει το αίμα της, έχει πορωθεί. Κάποια πλάνα, μηδέν τα χιλιόμετρα, δεν το έχω ξαναδεί, άντε και πάμε.
Ένα μεγάλο μικρό
Πρώτη επαφή με τη Yamaha R7 και θα έλεγα, πολυαναμενόμενη. Μια μοτοσυκλέτα που ήθελα πολύ καιρό να οδηγήσω, να δοκιμάσω κι εν δυνάμει να βάλω στην πίστα. Φανερά μεγαλύτερη από τη R3 που έχω συνηθίσει και σίγουρα πολύ πιο προσεγμένη σε κατασκευή. Είναι, ρε παιδί μου, σύγχρονη μοτοσυκλέτα! Η θέση οδήγησης μου ταιριάζει από την πρώτη στιγμή, δε νιώθω το βάρος της και το γκάζι της είναι φιλικό.
Οι οδηγίες από το μηχανικό της ARP Racing, Χρήστο Φράγκο, είναι σαφείς: τα πρώτα 300 χιλιόμετρα με 6,000 στροφές. Στο δρόμο δεν κρατάμε σταθερό το γκάζι, παρά κλείνουμε και ξανανοίγουμε για να κάνουμε τη δουλειά σωστά. Η γραμμική ροπή του κινητήρα δεν επιτρέπει στη μοτοσυκλέτα να «στολλάρει» σε αυτά τα κλεισίματα κι ανοίγματα του γκαζιού κι έτσι φτάνουμε με μέγιστη ταχύτητα τα 155km/h στην πρώτη μας στάση, την Αταλάντη. Το τεπόζιτο έχει φτάσει στη μέση αλλά το επόμενο βενζινάδικο ήταν στα 126 χιλιόμετρα κι είπαμε να μην παίξουμε με την τύχη μας.
Ο δρόμος μέχρι τον Αλμυρό βγήκε τόσο αβίαστα, που μας φάνηκε πως φτάσαμε σε είκοσι λεπτά. Σε αυτό το κομμάτι της διαδρομής έχουμε και το πρώτο ευτράπελο της ημέρας, όταν το εξωτερικό φερμουάρ του σακκιδίου μου άνοιξε κι άρχισαν να πετάνε διάφορα πράγματα από μέσα. Μάταια προσπάθησε η Έλσα να με ειδοποιήσει, δε κατάλαβα τίποτα, λέω κάτι θα της αρέσει, ξέρω ‘γω; Και συνεχίζω. Όμως τη χάνω από τους καθρέφτες κι αρχίζω να κόβω και να μπαίνω δεξιά. Ώσπου δε φαίνεται πουθενά και σταματάω τελείως στη ΛΕΑ, με τα alarm ανοιχτά. Ο πανικός αρχίζει να με καταβάλλει όταν δε σηκώνει τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματά μου και στο μυαλό μου παίζουν τα χειρότερα σενάρια. Εκεί που είμαι έτοιμη να καλέσω την τροχαία, εμφανίζεται περιχαρής και μου φωνάζει «ΜΩΡΗΗΗΗΗΗ σου φύγανε τα πράγματααααα». Ευτυχώς το πιο σημαντικό σ’ εκείνη την τσέπη ήταν τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου, τα οποία μάζεψε με μια μικρή απώλεια, το μπρελόκ από την Ιμολα. Κρίμα, τώρα πρέπει να ξαναπάω. Χαρτομάντηλα, παυσίπονα και αντισηπτικό γίναν σπονδή στην άσφαλτο, χαλάλι!
Περνώντας το Βόλο αποχαιρέτησα την ιδέα να κάνω αναστροφή γι’ Αθήνα, καθώς συνειδητοποίησα πως δεν έχω κουραστεί καθόλου. Η σέλα είναι πέρα για πέρα αναπαυτική, κάνω ψαράκι κι έχει άλλους είκοσι πόντους περιθώριο (άρα θα βολέψει και αρκετά ψηλότερους αναβάτες από εμένα), τα κλιπόν δε με κουράζουν και με φτιάχνουν άσχημα οι ρυθμιζόμενες αναρτήσεις που έχω γκρο πλαν. Η ώρα είναι 14:00 και το πλάνο δείχνει να βγαίνει.
Σχεδόν φτάσαμε
Φτάνοντας στη Σκοτίνα και μετά από κάποια παιχνίδια με slip streaming για να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα, συμπληρώσαμε τα 300 χιλιόμετρα και πλέον μας επιτρέπεται να ανοίξουμε ως τις 7,000rpm. Ο καρπός στρίβει λίγο περισσότερο και το ψηφιακό κοντέρ με τα μεγάλα, ευδιάκριτα νούμερα φτάνει τα 175 km/h. Στο βενζινάδικο της Σκοτίνας φτάνουμε με οριακά δύο μπαρίτσες από τις έξι στην ένδειξη της βενζίνης και κάπου εκεί θα διαδραματιστεί το δεύτερο ευτράπελο της ημέρας, με την ταμπέλα «απαγορεύεται η είσοδος-ανεφοδιασμός» να μας κλείνει το δρόμο για τις αντλίες. Γελάμε. Γελάμε δυνατά. Έχουμε άλλη μια ώρα για Θεσσαλονίκη κι ενώ το πλάνο ως τώρα βγαίνει, αν αρχίσουμε τις παρακάμψεις προς ανεύρεσιν βενζινάδικου το ωραίο μας αυτό πλάνο θα πάει κουβά. Εκεί που η Έλσα λέει «…να δεις που μόλις φύγουμε θ΄ανοίξει» μας πλησιάζει ο υπάλληλος και βγάζει την ταμπέλα. «Δεν έλεγες πέντε νούμερα» λέω και μπαίνουμε πριν αλλάξει γνώμη.
Σε μια ώρα ακριβώς είμαστε στον Πύργο το Λευκό, τον πολυτραγουδησμένο. Αγκαλιές, φιλιά, «μπράβο μας, όχι, μπράβο μας» και τα λοιπά μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις, βλέπε η κατάπληκτη αδερφή μου Αριστέα που έλαβε τηλεφώνημα για καφέ από τη Σκοτίνα και η φίλη Βίκυ. «Καλά φτάσαμε, λέω, να δω πώς θα γυρίσουμε». Καφές για αναγόμωση και ελαφρύ φαγητό για γέμισμα μπαταρίας. Δανεική ζακέτα (εγώ σου είπα, να πάρεις) από τη Βίκυ για την Έλσα και, γιατί όχι, ανεβαίνουμε στο κάστρο για να δούμε την πόλη από ψηλά. Ως εδώ φτάσαμε, να μη ρίξουμε μια ματιά;
Και μια ματιά ήταν στην κυριολεξία, καθώς έχει ήδη σκοτεινιάσει κι έχει πάει 17:30, δηλαδή είμαστε μισή ώρα εκτός πλάνου.
Ο δρόμος του γυρισμού
Με μια στάση σε περίπτερο για αγορά εφημερίδων που θα χρησιμεύσουν ως μόνωση, αφού ήδη είχε δροσίσει αρκετά κι άλλη μία σ’ ένα αμφιβόλου ποιότητος βενζινάδικο αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, να ‘τες, πετιούνται πάλι στην εθνική. Ένα μικρό άλμα στην πρώτη γέφυρα που πετύχαμε γιατί, στην Ελλάδα ζούμε και το R7 προσγειώνεται ακλόνητο σα να ξαναμπήκε στις γραμμές του τραίνου κι απλά συνεχίζει. Λα λα λα και τι ωραία, κάπου πριν το Κιλελέρ το οδόμετρο από τα 599 γράφει 600. Την κοιτάω, με κοιτάει, της κάνω το σήμα της νίκης και πατάμε 9,000rpm και τα 200 plus. Χαρά, φωνές και τα λοιπά και ξάφνου πέφτει μια κουρτίνα! Ομίχλη να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Το γκάζι πέφτει στο μισό αυτομάτως και τα μάτια ψάχνουν για τα σημάδια του δρόμου. Λευκές γραμμές, ανακλαστικά στις μπάρες και τα φώτα από τις προπορευόμενες νταλίκες μας οδηγούν αργά και σιωπηλά μέσα σ’ αυτό το πέπλο. Όσο περνά η ώρα, τόσο χωνόμαστε κάτω από τις ζελατίνες για να προστατευθούμε από την υγρασία που μας τρυπάει το είναι. Κάθε τόσο σκουπίζουμε με ένα χέρι τις ζελατίνες από τα κράνη, λίγο ανοίγουμε να ξεθολώσει κι αμέσως πας για κρυοπάγημα στη μύτη. Υπομονή, θα περάσει. Μα αυτό δεν περνάει. Μας πάει σχεδόν μέχρι τη Σκοτίνα έτσι ενώ σε κάποια στιγμή η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που δε μπορούσες να διακρίνεις ταμπέλες παρά μόνο ακολουθούσες γραμμές. Και ξάφνου, να σου κάτι πορτοκαλί φωτάκια στη σειρά, «τα έργα μας έλειπαν» σκέφτομαι και πατάω τα φρένα για να διαπιστώσω πως είναι τα διόδια. Κάνω ένα σταυρό και ανασυστήνομαι.
Η τελική ευθεία
Στάση για να το χωνέψουμε και να γεμίσουμε βενζίνη. Αφού τελείωσε, λέγαμε πως πολύ μας άρεσε! Η καρδούλα μας το ήξερε όμως τη σχεδόν μία ώρα που ταξιδεύαμε μέσα στα σύννεφα, με σούπερ αμυντική οδήγηση καθώς ναι, πετύχαμε και τον τύπο με ΙΧ που αποφάσισε να αλλάξει λωρίδα χωρίς να βγάλει φλας αλλά και την κλασσική «νταλίκα προσπέραση σε νταλίκα» με μηδενική ορατότητα.
Η καθυστέρηση αυτή μας έχει πάει κι άλλο πίσω στο πρόγραμμα αλλά εδώ που φτάσαμε, δε μπορούμε να κάνουμε και κάτι άλλο. Συνεχίζουμε τάχιστα με το κοντέρ του R7 να γράφει 222 στις ευθείες και να μην κάνει κιχ, να στρίβει με 170 κι 180 σα να μη συμβαίνει τίποτα. «Εδώ έχει γίνει δουλίτσα» σκέφτομαι ώσπου, κάνοντας τις ίδιες στάσεις με το ανέβασμα αλλά με πολύ λιγότερη βενζίνη φυσικά, φτάσαμε στο ύψος των Αφιδνών και είχαμε γράψει 976 χιλιόμετρα. Όχι, κύριε, να φτάσουμε στην πηγή και να μην πιούμε νερό! Το πρόβλημα ήταν πως η βενζίνη τελείωνε, είχαμε πέσει στη μία μπάρα οπότε πια είχαμε κόψει γκάζι- άλλωστε η κούραση είχε κάνει την εμφάνισή της μετά το πρώτο μισό της επιστροφής (απόρησα πραγματικά πως δεν έγινε νωρίτερα), με γόνατο και μέση να αρχίζουν τα παράπονα. Και κάπου εδώ αρχίζουν τα σκληρά μαθηματικά: 6 μπάρες η βενζίνη, γεμίσαμε με 16 ευρώ άρα περίπου τόσα λίτρα η μπάρα, κάτσε να πατήσω το «Select» να δω, ευτυχώς έχει κατανάλωση λίτρων ανά 100 χλμ, βάλε αυτό, βγάλε εκείνο, επί δύο διά τρία ρίζα 5 συνημίτονο του 36, αν κρατήσουμε την κατανάλωση κάτω από τα 4lt θα μας φτάσει». Κι έφτασε!
Accomplishment: Unlocked
Ώρα 23:45 κι είμαστε έξω από την ARP. Δεν έχουμε ξεκαβαλήσει καν, έχουν βγει τα κινητά και φωτογραφίζουν το περιβόητο «1000» στα κοντέρ! Έγινε κι αυτό. Η χαρά του επιτεύγματος υπερνικά την κούραση και ξαφνικά έχουμε όρεξη να τα πούμε και να γελάσουμε – μπορεί να ήμασταν μαζί όλη τη μέρα αλλά πέντε κουβέντες δεν καταφέραμε ν’ ανταλλάξουμε!
Τώρα καταλαβαίνω πια όσους ταξιδεύουν με τη μοτοσυκλέτα τους. Όχι, δεν έχει σχέση με το ταξίδι με το αυτοκίνητο. Είσαι ώρες στην ουσία με τις σκέψεις σου, χωρίς τον εξωτερικό «θόρυβο», κάτι που σου καθαρίζει το μυαλό από οτιδήποτε άλλο.
Θα το ξαναέκανα; Δεν ξέρω, δε νομίζω. Το έκανα, πάμε γι’ άλλα. Η συμβουλή μου: πάντα σωστό και ελεγμένο εξοπλισμό, τον εγωισμό να τον αφήνουμε στο σπίτι κι έτσι κάθε νέα περιπέτεια να μας βρίσκει με το χαμόγελο στο τέλος της ημέρας.
Δείτε την περιπέτειά μας και στο Youtube, παρακάτω!
To the next one!