.
Κατηγορία Ασία
Πέμπτη, 24 Μαρτίου 2011 09:34

Ταξιδιωτικό - Συρία Με Honda Varadero - 2ο μέρος

 

Οι "Νεκρές Πολιτείες"

 

 



Του Βασίλη Κωστάκου
Φωτογραφίες: Του ιδίου

Μετά την διαδρομή “μονορούφι” από την Αθήνα στην Τουρκία και το Aksaray, και την κατάληξη στη Συρία, το Αλέππο είχε γεμίσει με τις εικόνες του το σκληρό δίσκο του εγκεφάλου. Είχα πάρει ήδη την πρώτη γεύση από τα χρώματα της Σύριας στο αυθεντικό Αλέππο, ενώ έφτασε η ώρα να κατευθυνθώ προς την Δαμασκό και την έρημο.

Οι Νεκρές Πολιτείες


Η αναχώρηση από το Αλέππο έγινε με στόχο την Δαμασκό. Πριν από αυτήν, έκανα μία ακόμα στάση στις Νεκρές Πολιτείες, πόλεις που γνώρισαν τεράστια ανάπτυξη τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής, για να εγκαταλειφθούν όταν άρχισε η αραβική κατοχή. Σήμερα σώζονται αρκετά κτίσματα σε καλή κατάσταση, δίνοντας στον επισκέπτη μια πολύ καλή εικόνα για το ένδοξο παρελθόν τους.

Κάποιες στέκουν μόνες τους, άγρια απογυμνωμένα τοπία, κάποιες συνεχίζουν να συνυπάρχουν μαζί με τη σύγχρονη ζωή καθώς οι ντόπιοι έχουν χτίσει γύρω τους ή καμιά φορά και ανάμεσα στα τοπία, όπως η Ruweiha και η Jerada. Παρά τον καυτό ήλιο ξοδεύω αρκετό χρόνο περπατώντας ανάμεσα στα πέτρινα υπολείμματα, φωτογραφίζοντας.

Και κάθε φορά ντόπιοι μου πιάνουν την κουβέντα όταν θα σταματήσω σε κάποιο μικρό μαγαζάκι για να πιω ένα αναψυκτικό ή να απολαύσω πραγματικά ένα παγωτό. Αυτοί έχουν το Ραμαζάνι και δεν μπορούν να μου κάνουν παρέα, καθώς από τις 04:00 το πρωί έως τις 19:00 το απόγευμα, απαγορεύεται να φάνε και να πιουν. Έτσι η ζωή και οι ρυθμοί της πόλης είναι υποτονικοί καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Είμαι στη νεκρή πολιτεία της Serjilla, και φωτογραφίζω τους γκρι πέτρινους όγκους, λίγο πριν ο ήλιος δύσει πίσω από τα βουνά, όταν ένα αυτοκίνητο σταματά και ένας Σύριος, ο Abdulkhalik, με ρωτά σε άψογα ιταλικά εάν χρειάζομαι κάποια βοήθεια, για να με προσκαλέσει για φαγητό στο σπίτι του αμέσως μετά.

Θέλοντας να γνωρίζω τη χώρα που επισκέπτομαι μέσα από την ιστορία της αλλά και μέσα από τους ανθρώπους της, δέχτηκα και τον ακολούθησα έως την μικρή κωμόπολη Kafranbil, μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά, όπου βρισκόταν και το σπίτι του. Εκεί μου πρόσφερε ένα θαυμάσιο δείπνο στην ταράτσα του σπιτιού του, όπου σύμφωνα με τις αραβικές συνήθειες φάγαμε καθισμένοι κάτω.

 

Στην ταράτσα του σπιτιού ήταν και το κρεβάτι μου, όπου επίσης απόλαυσα ένα θαυμάσιο ύπνο, με ένα ελαφρό αέρα από δυτικά να με δροσίζει ευχάριστα κάτω από την πανσέληνο του Αυγούστου.
Την επομένη μέρα συνέχισα την περιήγησή μου στις νεκρές πολιτείες καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ενώ το βράδυ έμεινα ξανά στο σπίτι του Abdulkhalik, τρώγοντας και συζητώντας για το Κοράνι, τη θρησκεία και το δυτικό τρόπο ζωής.  

Ζέστη και αλλαγή σχεδίων


Το σχέδιο μου ήταν να πάω πρώτα Δαμασκό και μετά να επισκεφτώ την έρημο και την Παλμύρα. Τελικά όμως δεν έφτασα ποτέ στη συριακή πρωτεύουσα. Η υψηλή θερμοκρασία των 45ο βαθμών και η συσσωρευμένη κούραση των προηγούμενων ημερών, μαζί με την όχι και τόσο καλή ψυχολογική διάθεση μου, μπορώ να ομολογήσω, καθώς για πρώτη φορά δεν μπόρεσα να «αποτοξινωθώ» από τα προβλήματα, και να τα αφήσω κάπου εκεί στα σύνορα, έκαναν την οδήγηση αδύνατη.

Κάθε 30 χιλιόμετρα σταματούσα για να χρησιμοποιήσω ένα μπουκάλι νερό για να πιω το μισό, και το υπόλοιπο να το ρίξω επάνω μου. Ακόμα και η λύση να φορέσω ένα λεπτό παντελόνι της Columbia αποδείχτηκε λάθος καθώς δεν με προστάτευε από τον καυτό αέρα και στα πρώτα 30 χιλιόμετρα φόρεσα ξανά το παντελόνι της Dainese. Τα διάτρητα ρούχα που επέλεξα αποδείχθηκαν σωτήρια για μία ακόμη φορά μιας και χωρίς αυτά, απλά δεν μπορούσα να κινηθώ.

Όταν έφτασα στην Homs αποφάσισα ότι η συνέχεια για τη Δαμασκό θα ήταν μια μεγάλη δοκιμασία κάτω από αυτές τις συνθήκες, έτσι αποφάσισα να βρω ένα ξενοδοχείο μέσα στο χάος της 3ης μεγαλύτερης πόλης της Συρίας και να εγκαταλείψω κάθε σχέδιο για να συνεχίσω νότια, και να κατευθυνθώ στην έρημο. Την άλλη μέρα θέλοντας να αποφύγω τις υψηλές θερμοκρασίες, αποφάσισα να φύγω νωρίς από τη Homs, πριν καλά - καλά ανατείλει ο ήλιος. Έτσι το εγερτήριο έγινε στις 03:30 για να προλάβω και το πρωινό, καθώς η κουζίνα ήταν ήδη ανοικτή (και έκλεινε στις 04:00) λόγω ραζαμανιού, και μετά από λίγο ξεκίνησα για την έρημο, με κατεύθυνση την Παλμύρα.

Και τότε συνειδητοποίησα ότι να κινηθείς εκτός των κύριων κατευθύνσεων σημαίνει ότι θα πρέπει να βρεις το δρόμο χωρίς πινακίδες. Κάτι που σημαίνει ότι μια μεγάλη πόλη σαν τη Homs μπορεί να αποδειχτεί ένας τεράστιος λαβύρινθος. Μετά από 20 λεπτά οδήγησης έφτασα σε ένα μέρος που μου φάνηκε γνωστό, για να διαπιστώσω ότι απλά είχα κάνει ένα μεγάλο γύρο, καταλήγοντας στο ξενοδοχείο μου! Τελικά κατορθώνω να βρω το δρόμο μου και βγαίνω έξω από την πόλη ύστερα από μια ώρα, όπου με περίμενε μια άλλη έκπληξη. Η ομίχλη.

Η Συριακή έρημος


Τα πάντα γύρω μου είναι καλυμμένα από ένα λευκό πέπλο και τα δυνατά φώτα του Varadero αδυνατούν να το διαπεράσουν, αναγκάζοντας με να χαμηλώσω ταχύτητα. Κρύβομαι όσο μπορώ πίσω από την μεγάλη σιλουέτα της μοτοσικλέτας καθώς το σώμα μου ξαφνικά είχε να αντιμετωπίσει πολύ χαμηλότερη θερμοκρασία από αυτή των τελευταίων ημερών.

Ότι θα ξεπάγιαζα οδηγώντας στη Συρία δεν μου είχε περάσει καθόλου από το μυαλό, καθώς πέρασαν πολλά χρόνια από ανάλογη εμπειρία στην έρημο της Αιγύπτου. Λίγο πριν την ανατολή, η ομίχλη εξαφανίζεται και ένα γλυκό μπλε φως κατακλύζει τα ανοικτά τοπία. Αφήνω πίσω μου το στενό κομμάτι της ασφάλτου για να χωθώ πιο μέσα στην έρημο όπου θα απολαύσω τον ήλιο, σαν έναν μεγάλο πορτοκαλί δίσκο, να ξεπροβάλει από τον ευθύ ορίζοντα. Τα συναισθήματα που γεννά φέρνουν ηρεμία και η γαλήνη που προσφέρει το ερημικό τοπίο είναι απερίγραπτη. Τόσο ζωντανά, που δεν αφήνουν περιθώριο για λόγια.

Χωρίς λογική και εξήγηση, είναι το ίδιο δυνατό συναίσθημα όσο κάποιος που ζήσει και μεγαλώσει σε μια δυτικο- ευρωπαϊκή μεγαλούπολη να βλέπει μικρούς οικισμούς, λίγων μόνο σπιτιών, στο “πουθενά” της Συριακής ερήμου.
Σταματώ και αναρωτιέμαι πως θα είναι η ζωή των ανθρώπων σε ένα μοναχικό και όχι τόσο φιλόξενο περιβάλλον. Μικρά σπίτια, απέριττα, φτιαγμένα από χώμα, χωρίς πολλές ανέσεις. Πώς να ξεπερνούν άραγε την μονοτονία κάθε βράδυ; Ποιο είναι το πρόγραμμα που ακολουθούν χωρίς τις “ανέσεις” των Ευρωπαίων;

Παρακολουθώ τον ήλιο που ακολουθεί την καθημερινή του πορεία, και όσο απομακρύνεται από τον ορίζοντα οι ακτίνες του πέφτουν επάνω μου και γίνονται ολοένα και πιο ζεστές. Αυτό πρέπει να κάνουν και οι κάτοικοι εκεί, να παρακολουθούν τα στιγμιότυπα που τους προσφέρει η φύση, αδιαφορώντας για την “ποιότητα” της δικής μας ζωής.
Η επερχόμενη ζέστη όμως με προειδοποιεί πως θα πρέπει να φτάσω γρήγορα στον προορισμό μου, την Παλμύρα, που βρίσκεται στην καρδιά της ερήμου. “Σπάω” την ηρεμία του τοπίου με τον ήχο του δικύλινδρου Varadero και ξεκινάω τη διαδρομή.

Οι πύργοι της νεκρόπολης


Φτάνω γύρω στης 10 το πρωί στην μικρή κωμόπολη που έχει αναπτυχθεί δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο, με την θερμοκρασία να έχει ανέβει ήδη αρκετά. Αφήνω τα πράγματα και το Varadero σε ένα μικρό ξενοδοχείο, παίρνω μαζί μου την τσάντα με τα φωτογραφικά, αρκετό νερό και μια καφίγια- την παραδοσιακή αραβική μαντίλα, για προστασία από τον ήλιο.

Επισκέπτομαι με τα πόδια τα αρχαία ερείπια της Παλμύρας που η παράδοση θέλει να έχει ιδρυθεί από τον βασιλιά Σολόμωντα, και που κάποτε υπήρξε σπουδαίο εμπορικό κέντρο για τα καραβάνια που διέσχιζαν την έρημο. Από εκεί πήρε και ονομασία,  “Νύφη της Ερήμου”. Όταν φτάνω στα πρώτα ερείπια, με πλησιάζουν νεαροί βεδουίνοι για να μου πουλήσουν την πραμάτεια τους και να με εγκαταλείψουν πολύ γρήγορα, μόλις κατέφθασε ένα πούλμαν με τουρίστες. Έτσι και αλλιώς δεν είχαν κάποια ελπίδα για να βγάλουν χρήματα, από τον τρελό που ξεκίνησε την περιήγηση του αρχαιολογικού χώρου κάτω από το δυνατό ήλιο.

Η θερμοκρασία αγγίζει πλέον τους 45ο βαθμούς αλλά οι συνθήκες είναι πιο υποφερτές από πριν που οδηγούσα. Οι βεδουίνοι μου είπαν ότι μια μέρα πριν, ο υδράργυρος άγγιξε τους 50 και ότι ήμουν τυχερός. Περιηγήθηκα για αρκετή ώρα ανάμεσα στα ρωμαϊκά επί το πλείστον εναπομείναντα κτίσματα, αποθανατίζοντας με τη φωτογραφική μηχανή. Οι συνθέσεις που δημιουργούν τα σκαλιστά μνημεία και οι σκληρές σκιές, αποτέλεσαν ωραίο θέμα για τον φωτογραφικό μου φακό. Μετά, ακολούθησα ένα μονοπάτι προς το νότο που με οδήγησε στους πύργους της νεκρόπολης.

Ήδη είχα καταναλώσει το ένα μπουκάλι νερού και τα ρούχα μου είχαν μουσκέψει από τον ιδρώτα που προσπαθούσε να δροσίσει λίγο το σώμα ενός μοναχικού ρομαντικού, που απολαμβάνει τη θέα της νεκρωμένης πλέον πολιτείας. Προσπαθούσα να ρουφήξω όσο το δυνατόν και με όλες μου τις αισθήσεις, την μοναδική μαγεία που αποπνέει η έρημος. Περπατούσα ήδη δύο ώρες αλλά το να ανέβω έως το Qalaat ibn Maat, το αραβικό κάστρο που δεσπόζει πάνω από την Παλμύρα, έμοιαζε σαν αληθινή πρόκληση.

Μου πήρε γύρω στην μία ώρα για να φτάσω εκεί, και το ανηφορικό μονοπάτι μου φάνηκε ατελείωτο. Η θέα όμως από ψηλά ήταν καταπληκτική και από εδώ μπορούσα να δω όχι μόνο όλο τον αρχαιολογικό χώρο αλλά να έχω και μια πανοραμική άποψη για την έρημο που εκτείνεται έως όπου φθάνει το μάτι.
Περνάω άλλες δύο μέρες περιτριγυρίζοντας ανάμεσα στα μνημεία και κάνοντας μικρές βόλτες στην έρημο, έτσι δίχως σκοπό. Με μεσημεριανό ύπνο στη σκοτεινιά του δωματίου στο ξενοδοχείο, φαγητό στα γραφικά εστιατόρια και αρκετό διάβασμα του αγαπημένου μου συγγραφέα Stephen King, πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής.    

“Μονορούφι”, ξανά;


Αν και κάποιοι ντόπιοι με απέτρεψαν ώστε να μην επιστρέψω στο Αλέππο από τον μικρό δρόμο που οδηγούσε κατευθείαν στην πόλη Hama, καθώς εάν κάτι μου συνέβαινε στο δρόμο, ίσως να αντιμετώπιζα πρόβλημα εξαιτίας της ελάχιστης κυκλοφορίας, εγώ επέλεξε αυτό το δρόμο… ειδικά για αυτό το λόγο.

Και όντως είχαν δίκιο, καθώς σε όλη τη διαδρομή έως τη μικρή κωμόπολη Salamiyah, συναντήθηκα μόλις με ένα αυτοκίνητο. Ο δρόμος, ήταν μια στενή λωρίδα ασφάλτου που ανεβο-κατέβαινε, ακολουθώντας τη μορφολογία των άνυδρων λόφων. Το διψασμένο έδαφος δίνει μια τραχύτητα στο τοπίο δημιουργώντας μοναδικές εικόνες, εντελώς διαφορετικές από αυτές της επίπεδης ερήμου. Είναι λίγο μετά τις 21:00 το βράδυ όταν φτάνω στη Salamiyah, και το ραμαζάνι έχει τελειώσει για σήμερα, δίνοντας στην μικρή πόλη μια νότα γιορτής. Όλος ο κόσμος κυκλοφορεί στους δρόμους, κι έτσι, αφήνω γρήγορα πίσω μου και το παραμικρό κομμάτι από τη ζωή, τις εικόνες και τους ρυθμούς της ερήμου. Φτάνω στο σπίτι του Abdulkhalik μετά από δύο ώρες, προσπαθώντας να επιβιώσω από τη δοκιμασία που λέγεται νυχτερινή οδήγηση σε ασιατικό κράτος.

Είναι η τελευταία βραδιά που κοιμάμαι κοιτώντας τον ουρανό και αναπολώντας τις ωραίες στιγμές, τις μοναδικές εικόνες. Ξυπνάω για τελευταία φορά ξημερώματα, περνάω τα σύνορα και ξεκινάω αργά την επιστροφή προς την Αθήνα. Με τους Guns N’ Roses να με συνοδεύουν σε άλλο ένα ταξίδι που οδεύει στο τέλος του. Απομένουν δυόμιση χιλιάδες χιλιόμετρα πριν βρεθώ στο σπίτι μου τα οποία δεν θα βγουν όμως “μονορούφι”, όπως στον ερχομό. Τώρα ο στόχος, δεν φαντάζει τόσο προκλητικός.

Φωτογραφίες


 

Στα ανοικτά τοπία της ερήμου

 

Του Βασίλη Κωστάκου

Φωτογραφίες: Του ιδίου

 

Μετά την διαδρομή “μονορούφι” από την Αθήνα στην Τουρκία και το Aksaray, και την κατάληξη στη Συρία, το Αλέππο είχε γεμίσει με τις εικόνες του το σκληρό δίσκο του εγκεφάλου. Είχα πάρει ήδη την πρώτη γεύση από τα χρώματα της Σύριας στο αυθεντικό Αλέππο, ενώ έφτασε η ώρα να κατευθυνθώ προς την Δαμασκό και την έρημο.

 

Οι Νεκρές Πολιτείες

Η αναχώρηση από το Αλέππο έγινε με στόχο την Δαμασκό. Πριν από αυτήν, έκανα μία ακόμα στάση στις Νεκρές Πολιτείες, πόλεις που γνώρισαν τεράστια ανάπτυξη τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής, για να εγκαταλειφθούν όταν άρχισε η αραβική κατοχή. Σήμερα σώζονται αρκετά κτίσματα σε καλή κατάσταση, δίνοντας στον επισκέπτη μια πολύ καλή εικόνα για το ένδοξο παρελθόν τους.

 

Κάποιες στέκουν μόνες τους, άγρια απογυμνωμένα τοπία, κάποιες συνεχίζουν να συνυπάρχουν μαζί με τη σύγχρονη ζωή καθώς οι ντόπιοι έχουν χτίσει γύρω τους ή καμιά φορά και ανάμεσα στα τοπία, όπως η Ruweiha και η Jerada. Παρά τον καυτό ήλιο ξοδεύω αρκετό χρόνο περπατώντας ανάμεσα στα πέτρινα υπολείμματα, φωτογραφίζοντας.

 

Και κάθε φορά ντόπιοι μου πιάνουν την κουβέντα όταν θα σταματήσω σε κάποιο μικρό μαγαζάκι για να πιω ένα αναψυκτικό ή να απολαύσω πραγματικά ένα παγωτό. Αυτοί έχουν το Ραμαζάνι και δεν μπορούν να μου κάνουν παρέα, καθώς από τις 04:00 το πρωί έως τις 19:00 το απόγευμα, απαγορεύεται να φάνε και να πιουν. Έτσι η ζωή και οι ρυθμοί της πόλης είναι υποτονικοί καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.

Είμαι στη νεκρή πολιτεία της Serjilla, και φωτογραφίζω τους γκρι πέτρινους όγκους, λίγο πριν ο ήλιος δύσει πίσω από τα βουνά, όταν ένα αυτοκίνητο σταματά και ένας Σύριος, ο Abdulkhalik, με ρωτά σε άψογα ιταλικά εάν χρειάζομαι κάποια βοήθεια, για να με προσκαλέσει για φαγητό στο σπίτι του αμέσως μετά.

 

Θέλοντας να γνωρίζω τη χώρα που επισκέπτομαι μέσα από την ιστορία της αλλά και μέσα από τους ανθρώπους της, δέχτηκα και τον ακολούθησα έως την μικρή κωμόπολη Kafranbil, μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά, όπου βρισκόταν και το σπίτι του. Εκεί μου πρόσφερε ένα θαυμάσιο δείπνο στην ταράτσα του σπιτιού του, όπου σύμφωνα με τις αραβικές συνήθειες φάγαμε καθισμένοι κάτω.

Στην ταράτσα του σπιτιού ήταν και το κρεβάτι μου, όπου επίσης απόλαυσα ένα θαυμάσιο ύπνο, με ένα ελαφρό αέρα από δυτικά να με δροσίζει ευχάριστα κάτω από την πανσέληνο του Αυγούστου.

Την επομένη μέρα συνέχισα την περιήγησή μου στις νεκρές πολιτείες καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ενώ το βράδυ έμεινα ξανά στο σπίτι του Abdulkhalik, τρώγοντας και συζητώντας για το Κοράνι, τη θρησκεία και το δυτικό τρόπο ζωής. 

 

Ζέστη και αλλαγή σχεδίων

Το σχέδιο μου ήταν να πάω πρώτα Δαμασκό και μετά να επισκεφτώ την έρημο και την Παλμύρα. Τελικά όμως δεν έφτασα ποτέ στη συριακή πρωτεύουσα. Η υψηλή θερμοκρασία των 45ο βαθμών και η συσσωρευμένη κούραση των προηγούμενων ημερών, μαζί με την όχι και τόσο καλή ψυχολογική διάθεση μου, μπορώ να ομολογήσω, καθώς για πρώτη φορά δεν μπόρεσα να «αποτοξινωθώ» από τα προβλήματα, και να τα αφήσω κάπου εκεί στα σύνορα, έκαναν την οδήγηση αδύνατη.

 

Κάθε 30 χιλιόμετρα σταματούσα για να χρησιμοποιήσω ένα μπουκάλι νερό για να πιω το μισό, και το υπόλοιπο να το ρίξω επάνω μου. Ακόμα και η λύση να φορέσω ένα λεπτό παντελόνι της Columbia αποδείχτηκε λάθος καθώς δεν με προστάτευε από τον καυτό αέρα και στα πρώτα 30 χιλιόμετρα φόρεσα ξανά το παντελόνι της Dainese. Τα διάτρητα ρούχα που επέλεξα αποδείχθηκαν σωτήρια για μία ακόμη φορά μιας και χωρίς αυτά, απλά δεν μπορούσα να κινηθώ.

 

Όταν έφτασα στην Homs αποφάσισα ότι η συνέχεια για τη Δαμασκό θα ήταν μια μεγάλη δοκιμασία κάτω από αυτές τις συνθήκες, έτσι αποφάσισα να βρω ένα ξενοδοχείο μέσα στο χάος της 3ης μεγαλύτερης πόλης της Συρίας και να εγκαταλείψω κάθε σχέδιο για να συνεχίσω νότια, και να κατευθυνθώ στην έρημο. Την άλλη μέρα θέλοντας να αποφύγω τις υψηλές θερμοκρασίες, αποφάσισα να φύγω νωρίς από τη Homs, πριν καλά - καλά ανατείλει ο ήλιος. Έτσι το εγερτήριο έγινε στις 03:30 για να προλάβω και το πρωινό, καθώς η κουζίνα ήταν ήδη ανοικτή (και έκλεινε στις 04:00) λόγω ραζαμανιού, και μετά από λίγο ξεκίνησα για την έρημο, με κατεύθυνση την Παλμύρα.

Και τότε συνειδητοποίησα ότι να κινηθείς εκτός των κύριων κατευθύνσεων σημαίνει ότι θα πρέπει να βρεις το δρόμο χωρίς πινακίδες. Κάτι που σημαίνει ότι μια μεγάλη πόλη σαν τη Homs μπορεί να αποδειχτεί ένας τεράστιος λαβύρινθος. Μετά από 20 λεπτά οδήγησης έφτασα σε ένα μέρος που μου φάνηκε γνωστό, για να διαπιστώσω ότι απλά είχα κάνει ένα μεγάλο γύρο, καταλήγοντας στο ξενοδοχείο μου! Τελικά κατορθώνω να βρω το δρόμο μου και βγαίνω έξω από την πόλη ύστερα από μια ώρα, όπου με περίμενε μια άλλη έκπληξη. Η ομίχλη.

 

ΣΤΑ ΑΝΟΙΚΤΑ ΤΟΠΙΑ

Τα πάντα γύρω μου είναι καλυμμένα από ένα λευκό πέπλο και τα δυνατά φώτα του Varadero αδυνατούν να το διαπεράσουν, αναγκάζοντας με να χαμηλώσω ταχύτητα. Κρύβομαι όσο μπορώ πίσω από την μεγάλη σιλουέτα της μοτοσικλέτας καθώς το σώμα μου ξαφνικά είχε να αντιμετωπίσει πολύ χαμηλότερη θερμοκρασία από αυτή των τελευταίων ημερών.

Ότι θα ξεπάγιαζα οδηγώντας στη Συρία δεν μου είχε περάσει καθόλου από το μυαλό, καθώς πέρασαν πολλά χρόνια από ανάλογη εμπειρία στην έρημο της Αιγύπτου. Λίγο πριν την ανατολή, η ομίχλη εξαφανίζεται και ένα γλυκό μπλε φως κατακλύζει τα ανοικτά τοπία. Αφήνω πίσω μου το στενό κομμάτι της ασφάλτου για να χωθώ πιο μέσα στην έρημο όπου θα απολαύσω τον ήλιο, σαν έναν μεγάλο πορτοκαλί δίσκο, να ξεπροβάλει από τον ευθύ ορίζοντα. Τα συναισθήματα που γεννά φέρνουν ηρεμία και η γαλήνη που προσφέρει το ερημικό τοπίο είναι απερίγραπτη. Τόσο ζωντανά, που δεν αφήνουν περιθώριο για λόγια.

Χωρίς λογική και εξήγηση, είναι το ίδιο δυνατό συναίσθημα όσο κάποιος που ζήσει και μεγαλώσει σε μια δυτικο- ευρωπαϊκή μεγαλούπολη να βλέπει μικρούς οικισμούς, λίγων μόνο σπιτιών, στο “πουθενά” της Συριακής ερήμου.

Σταματώ και αναρωτιέμαι πως θα είναι η ζωή των ανθρώπων σε ένα μοναχικό και όχι τόσο φιλόξενο περιβάλλον. Μικρά σπίτια, απέριττα, φτιαγμένα από χώμα, χωρίς πολλές ανέσεις. Πώς να ξεπερνούν άραγε την μονοτονία κάθε βράδυ; Ποιο είναι το πρόγραμμα που ακολουθούν χωρίς τις “ανέσεις” των Ευρωπαίων;

Παρακολουθώ τον ήλιο που ακολουθεί την καθημερινή του πορεία, και όσο απομακρύνεται από τον ορίζοντα οι ακτίνες του πέφτουν επάνω μου και γίνονται ολοένα και πιο ζεστές. Αυτό πρέπει να κάνουν και οι κάτοικοι εκεί, να παρακολουθούν τα στιγμιότυπα που τους προσφέρει η φύση, αδιαφορώντας για την “ποιότητα” της δικής μας ζωής.

Η επερχόμενη ζέστη όμως με προειδοποιεί πως θα πρέπει να φτάσω γρήγορα στον προορισμό μου, την Παλμύρα, που βρίσκεται στην καρδιά της ερήμου. “Σπάω” την ηρεμία του τοπίου με τον ήχο του δικύλινδρου Varadero και ξεκινάω τη διαδρομή.

 

 

Η ΝΥΦΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

Φτάνω γύρω στης 10 το πρωί στην μικρή κωμόπολη που έχει αναπτυχθεί δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο, με την θερμοκρασία να έχει ανέβει ήδη αρκετά. Αφήνω τα πράγματα και το Varadero σε ένα μικρό ξενοδοχείο, παίρνω μαζί μου την τσάντα με τα φωτογραφικά, αρκετό νερό και μια καφίγια- την παραδοσιακή αραβική μαντίλα, για προστασία από τον ήλιο.

 

Επισκέπτομαι με τα πόδια τα αρχαία ερείπια της Παλμύρας που η παράδοση θέλει να έχει ιδρυθεί από τον βασιλιά Σολόμωντα, και που κάποτε υπήρξε σπουδαίο εμπορικό κέντρο για τα καραβάνια που διέσχιζαν την έρημο. Από εκεί πήρε και ονομασία, “Νύφη της Ερήμου”. Όταν φτάνω στα πρώτα ερείπια, με πλησιάζουν νεαροί βεδουίνοι για να μου πουλήσουν την πραμάτεια τους και να με εγκαταλείψουν πολύ γρήγορα, μόλις κατέφθασε ένα πούλμαν με τουρίστες. Έτσι και αλλιώς δεν είχαν κάποια ελπίδα για να βγάλουν χρήματα, από τον τρελό που ξεκίνησε την περιήγηση του αρχαιολογικού χώρου κάτω από το δυνατό ήλιο.

 

Η θερμοκρασία αγγίζει πλέον τους 45ο βαθμούς αλλά οι συνθήκες είναι πιο υποφερτές από πριν που οδηγούσα. Οι βεδουίνοι μου είπαν ότι μια μέρα πριν, ο υδράργυρος άγγιξε τους 50 και ότι ήμουν τυχερός. Περιηγήθηκα για αρκετή ώρα ανάμεσα στα ρωμαϊκά επί το πλείστον εναπομείναντα κτίσματα, αποθανατίζοντας με τη φωτογραφική μηχανή. Οι συνθέσεις που δημιουργούν τα σκαλιστά μνημεία και οι σκληρές σκιές, αποτέλεσαν ωραίο θέμα για τον φωτογραφικό μου φακό. Μετά, ακολούθησα ένα μονοπάτι προς το νότο που με οδήγησε στους πύργους της νεκρόπολης.

 

Ήδη είχα καταναλώσει το ένα μπουκάλι νερού και τα ρούχα μου είχαν μουσκέψει από τον ιδρώτα που προσπαθούσε να δροσίσει λίγο το σώμα ενός μοναχικού ρομαντικού, που απολαμβάνει τη θέα της νεκρωμένης πλέον πολιτείας. Προσπαθούσα να ρουφήξω όσο το δυνατόν και με όλες μου τις αισθήσεις, την μοναδική μαγεία που αποπνέει η έρημος. Περπατούσα ήδη δύο ώρες αλλά το να ανέβω έως το Qalaat ibn Maat, το αραβικό κάστρο που δεσπόζει πάνω από την Παλμύρα, έμοιαζε σαν αληθινή πρόκληση.

 

Μου πήρε γύρω στην μία ώρα για να φτάσω εκεί, και το ανηφορικό μονοπάτι μου φάνηκε ατελείωτο. Η θέα όμως από ψηλά ήταν καταπληκτική και από εδώ μπορούσα να δω όχι μόνο όλο τον αρχαιολογικό χώρο αλλά να έχω και μια πανοραμική άποψη για την έρημο που εκτείνεται έως όπου φθάνει το μάτι.

Περνάω άλλες δύο μέρες περιτριγυρίζοντας ανάμεσα στα μνημεία και κάνοντας μικρές βόλτες στην έρημο, έτσι δίχως σκοπό. Με μεσημεριανό ύπνο στη σκοτεινιά του δωματίου στο ξενοδοχείο, φαγητό στα γραφικά εστιατόρια και αρκετό διάβασμα του αγαπημένου μου συγγραφέα Stephen King, πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής.   

 

“Μονορούφι”, ξανά

Αν και κάποιοι ντόπιοι με απέτρεψαν ώστε να μην επιστρέψω στο Αλέππο από τον μικρό δρόμο που οδηγούσε κατευθείαν στην πόλη Hama, καθώς εάν κάτι μου συνέβαινε στο δρόμο, ίσως να αντιμετώπιζα πρόβλημα εξαιτίας της ελάχιστης κυκλοφορίας, εγώ επέλεξε αυτό το δρόμο… ειδικά για αυτό το λόγο.

Και όντως είχαν δίκιο, καθώς σε όλη τη διαδρομή έως τη μικρή κωμόπολη Salamiyah, συναντήθηκα μόλις με ένα αυτοκίνητο. Ο δρόμος, ήταν μια στενή λωρίδα ασφάλτου που ανεβο-κατέβαινε, ακολουθώντας τη μορφολογία των άνυδρων λόφων. Το διψασμένο έδαφος δίνει μια τραχύτητα στο τοπίο δημιουργώντας μοναδικές εικόνες, εντελώς διαφορετικές από αυτές της επίπεδης ερήμου. Είναι λίγο μετά τις 21:00 το βράδυ όταν φτάνω στη Salamiyah, και το ραμαζάνι έχει τελειώσει για σήμερα, δίνοντας στην μικρή πόλη μια νότα γιορτής. Όλος ο κόσμος κυκλοφορεί στους δρόμους, κι έτσι, αφήνω γρήγορα πίσω μου και το παραμικρό κομμάτι από τη ζωή, τις εικόνες και τους ρυθμούς της ερήμου. Φτάνω στο σπίτι του Abdulkhalik μετά από δύο ώρες, προσπαθώντας να επιβιώσω από τη δοκιμασία που λέγεται νυχτερινή οδήγηση σε ασιατικό κράτος.

Είναι η τελευταία βραδιά που κοιμάμαι κοιτώντας τον ουρανό και αναπολώντας τις ωραίες στιγμές, τις μοναδικές εικόνες. Ξυπνάω για τελευταία φορά ξημερώματα, περνάω τα σύνορα και ξεκινάω αργά την επιστροφή προς την Αθήνα. Με τους Guns NRoses να με συνοδεύουν σε άλλο ένα ταξίδι που οδεύει στο τέλος του. Απομένουν δυόμιση χιλιάδες χιλιόμετρα πριν βρεθώ στο σπίτι μου τα οποία δεν θα βγουν όμως “μονορούφι”, όπως στον ερχομό. Τώρα ο στόχος, δεν φαντάζει τόσο προκλητικός.

 

 

 

 

Ακολουθήστε το BIKEIT.GR στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα
Τάκης Μανιάτης Γράφτηκε από Τάκης Μανιάτης
Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 29 Μαρτίου 2020 13:41

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ
ΑΜΕΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΡΟΧΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ
  • twitter
  • facebook icon
  • instagram
  • youtube
  • Google News icon